γεροντία

Revision as of 20:55, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

English (LSJ)

ἡ, Lacon., A = γερουσία, X.Lac.10.1.

German (Pape)

[Seite 486] ἡ, Versammlung der Geronten in Sparta, Xen. Lac. 10, 1, = γερουσία.

Greek (Liddell-Scott)

γεροντία: ἡ, Λακων. τύπος τοῦ Γερουσία, Ξεν. Λακ. 10, 1.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
assemblée des vieillards ou sénat à Sparte.
Étymologie: lac. c. γερουσία.

Spanish (DGE)

v. γερουσία.

Greek Monolingual

γεροντία, η (δωρ. τ.) (Α)
η γερουσία.

Greek Monotonic

γεροντία: ἡ, Λακων. τύπος του γερουσία, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

γεροντία: ἡ лак. Xen. = γερουσία.