δειπνοκλήτωρ

Revision as of 21:30, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

English (LSJ)

ορος, ὁ, A one who invites to dinner, v.l. in Ev.Matt.20.27. II = ἐδέατρος, Artem. ap. Ath.4.171b:—hence δειπνο-κλητόριον, τό, Eust.766.58.

German (Pape)

[Seite 540] ορος, ὁ, der zum Gastmahl Einladende, Ath. IV, 171 b; VLL.

Greek (Liddell-Scott)

δειπνοκλήτωρ: -ορος, ὁ, ὁ εἰς δεῖπνον προσκαλῶν, Ἡσύχ. ΙΙ. = ἐλέατρος, Ἀρτεμίδ. παρ’ Ἀθην. 171Β.

Spanish (DGE)

-ορος, ὁ
1 encargado de llamar y conducir a los invitados a la mesa del rey, mayordomo o maestresala Artemidorus en Ath.171b
maestro de ceremonias, Res gestae Saporis 58, 63.
2 el que invita a una cena o celebración, Cyr.Al.Luc.1.215.3, M.68.313C, 69.464B.

Greek Monolingual

δειπνοκλήτωρ (-ορος), ο (Α)
1. αυτός που προσκαλεί σε δείπνο
2. αξιωματούχος της περσικής αυλής που δοκίμαζε τα φαγητά και καθόριζε τη σειρά για το σερβίρισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δείπνον + κλήτωρ «αυτός που καλεί ή προσφέρει δείπνο»].