Πωλώ
English (LSJ)
οῦς, ἡ, epith. of Artemis at Thasos, Jahrb.27.8,9.
Greek Monolingual
-οῡς, ἡ, Α
προσωνυμία της Αρτέμιδος στη Θάσο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < πῶλος «πουλάρι» + κατάλ. -ώ θηλ. ονομάτων (πρβλ. Αργ-ώ)].
οῦς, ἡ, epith. of Artemis at Thasos, Jahrb.27.8,9.
-οῡς, ἡ, Α
προσωνυμία της Αρτέμιδος στη Θάσο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < πῶλος «πουλάρι» + κατάλ. -ώ θηλ. ονομάτων (πρβλ. Αργ-ώ)].