(I)-η, -οο ταπεινής καταγωγής.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αρχ. επίθ. ἀγενής.(II)-η, -ο γένι1. αυτός που δεν έχει ακόμη γένια, αγένειος, αγένειαστος2. άπειρος.