άμυνα

Revision as of 22:10, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")

Greek Monolingual

η (Α ἄμυνα)
αντίσταση σε επίθεση, απόκρουση επίθεσης, υπεράσπιση
νεοελλ.
1. προστασία της σωματικής ή ψυχικής ακεραιότητας και της ασφάλειας κάποιου
2. το σύνολο τών μέσων που διαθέτει κανείς για την απόκρουση εχθρών ή κινδύνου
3. ικανότητα, δύναμη για άμυνα, αμυντικότητα
4. η αμυντική γραμμή ενός στρατού
5. φρ. «ενεργός άμυνα» — η άμυνα που δεν περιορίζεται στην απόκρουση, αλλά προχωρεί και σε επίθεση (αντίθ. παθητική άμυνα)
αρχ.
αντεκδίκηση, αντίποινα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Πιθ. πρόκειται για μεταρρηματικό τ. του ρ. ἀμύνω (πρβλ. εὐθύνωεὔθυνα, ἐρευνῶ- ἔρευνα).
ΠΑΡ. αρχ. ἀμυνίας.
ΣΥΝΘ. αρχ. χειμάμυνα «χειμωνιάτικο πανωφόρι»].