εὔσεπτος

Revision as of 09:30, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, (σέβω) A reverent, S.OT864 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1097] sehr ehrwürdig, Soph. O. R. 864.

Greek (Liddell-Scott)

εὔσεπτος: -ον, (σέβω) λίαν σεπτός, θεῖος, ἱερός, τὰν εὔσεπτον ἁγνείαν λόγων ἔργων τε πάντων Σοφ. Ο. Τ. 864.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
très vénérable.
Étymologie: εὖ, σέβομαι.

Greek Monolingual

εὔσεπτος, -ον (Α)
σεβαστικός, γεμάτος σεβασμό («τὰν εὔσεπτον ἁγνείαν λόγων», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σεπτός «σεβαστός»].

Greek Monotonic

εὔσεπτος: -ον (σέβω), σεπτός, θείος, ιερός, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

εὔσεπτος: σέβω почтенный, священный (ἁγνεία λόγων ἔργων τε Soph.).

Middle Liddell

εὔ-σεπτος, ον σέβω
much reverenced, holy, Soph.