εὔπεμπτος

Revision as of 09:30, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A missilis, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

εὔπεμπτος: -ον, ὁ εὐκόλως πεμπόμενος, Γλωσσ.

Greek Monolingual

εὔπεμπτος, -ον (Α)
αυτός που στέλνεται ή αποπέμπεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πεμπτός (< πέμπω «στέλλω»)].