κίττα

Revision as of 10:20, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

κιττᾰβίζω, κιττάω, κίττησις, Att. for κισς-. κιττάλης, A v. κιξάλλης. κιττάναλον· ἡ κρησέρα (κρήσερα cod.), Hsch.; cf. gen. pl. κιθαναλλων dub. sens. in PSI5.485.2; χιταναλλων ib.19 (iii B.C.). κίτταρις, v. κίδαρις. κίτταρος, ὁ, wearer of κίδαρις (Cypr.), Hsch. κιττός, κιττοφόρος, κίττωσις, etc., Att. for κισς-.

Greek (Liddell-Scott)

κίττα: κιττᾰβίζω, κιττάω, κίττησις, Ἀττ. ἀντὶ κισσ-.

French (Bailly abrégé)

att. c. κίσσα.

Greek Monolingual

κίττα, ἡ (Α)
(αττ. τ.) βλ. κίσσα.

Greek Monotonic

κίττα: κιττάω, Αττ. αντί κίσσα, κισσάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κίττα -ης, ἡ, ook κίσσα, onomat., vlaamse gaai (vogel).