κρουσιλύρης

Revision as of 12:24, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

[ῠ], ου, ὁ, A striking the lyre, Orph.H.31.3.

German (Pape)

[Seite 1514] ὁ, die Lyra schlagend, spielend, Orph. H. 30, 3.

Greek (Liddell-Scott)

κρουσιλύρης: -ου, ὁ, ὁ κρούων τὴν λύραν, Ὀρφ. Ὕμν. 30. 3.

Greek Monolingual

κρουσιλύρης, ὁ (Α)
αυτός που παίζει λύρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρουσ- του κρούω (πρβλ. κρούσις) + -λυρης (< λύρα), πρβλ. ηδυ-λύρης, χρυσο-λύρης. Η λ. είναι σύνθ. του τύπου τερ-ψίμβροτος].