κηρομάρμαρος

Revision as of 12:30, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ὁ, A cement for making drainpipes watertight, Steph.in Hp. 2.384 D.

Greek Monolingual

κηρομάρμαρος, ὁ (Μ)
συγκολλητική ουσία που χρησιμοποιείται για στεγανοποίηση υδραγωγών αρδευτικών σωλήνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + -μάρμαρος (< μάρμαρον), πρβλ. καλλι-μάρμαρος, πολυ-μάρμαρος.