κυβερνήτειρα

Revision as of 13:20, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ἡ, fem. of A κυβερνητήρ, τύχη AP10.65 (Pall.), cf. Nonn.D.1.89.

German (Pape)

[Seite 1522] ἡ, fem. zum Folgdn; τύχη βιότοιο Pallad. 104 (X, 65); Nonn. auch adj., κυβ. παλάμ η λοχείης D. 9, 5.

Greek (Liddell-Scott)

κῠβερνήτειρα: ἡ, θηλ. τοῦ κυβερνητήρ, Ἀνθ. Π. 10. 65, Νόνν. Δ. 1. 89.

Greek Monolingual

κυβερνήτειρα, ἡ (Α)
βλ. κυβερνητήρ.

Greek Monotonic

κῠβερνήτειρα: ἡ, θηλ. του επόμ., σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

κῠβερνήτειρα: adj. f управляющая, направляющая (τύχη βιότοιο κ. Anth.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυβερνήτειρα -ας, ἡ [κυβερνητήρ] stuurvrouw, leidsvrouw:. τὴν δὲ Τύχην βιότοιο κυβερνήτειραν ἔχοντες... πλέομεν wij varen met het Lot als stuurvrouw in het leven AP 10.65.3.

Middle Liddell

κῡβερνήτειρα, ἡ, [fem. of κῡβερνητήρ, Anth.]