ἡ, A = λύγος, Eust.834.37.
λυγέα: ἡ, = λύγος, «ἐκ δὲ τοῦ τοιούτου λύγου καὶ τὸ λυγίζειν - λέγεται δὲ λυγέα ἰδιωτικῶς» Εὐστ. Θεσσ. σελ. 834. 39, πρβλ. Κόντου Φιλολογ. Σύμμικτα ἐν «Ἀθηνᾶς» τ. Γ΄, σ. 563.
λυγέα, ἡ (Μ)βλ. λυγιά.