μουσίζω

Revision as of 14:45, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A sing or play, Dor. μουσ-ίσδω Theoc.8.38, 11.81:—Med. in act. sense, ἄχαριν κέλαδον μουσιζόμενος E.Cyc.489 (anap.).

German (Pape)

[Seite 211] dor. μουσίσδω, Theocr. 8, 38, lak. u. äol. μουσίδδω, Hesych., ein Instrument spielen, singen, auch im med., ἄχαριν κέλαδον μουσιζόμενος, Eur. Cycl. 487, ertönen lassen.

Greek (Liddell-Scott)

μουσίζω: ᾄδω ἢ παίζω, Δωρ. μουσίσδω, Θεόκρ. 8. 38., 11. 81· Λακων. μουσίδδω, Ἡσύχ.· - Μέσ., ἐπὶ ἐνεργ. σημασ., ἄχαριν κέλαδον μουσιζόμενος Εὐρ. Κύκλ. 489.

Greek Monolingual

μουσίζω, δωρ. τ. μουσίσδω (Α) [[[μούσα]] (Ι)]
τραγουδώ ή παίζω όργανο.

Greek Monotonic

μουσίζω: Δωρ. Μουσίσδω (μοῦσα), μόνο στον ενεστ., τραγουδώ, ψάλλω, σε Θεόκρ. — Μέσ. με Ενεργ. σημασία, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

μουσίζω: дор. μουσίσδω тж. med. петь или играть Theocr.: ἄχαριν κέλαδον μουσιζόμενος Eur. (о пьяном Киклопе) горланя свои отвратительные песни.

Middle Liddell

μουσίζω, μοῦσα only in pres.]
to sing of, chant, Theocr.:—Mid. in act. sense, Eur.