μειζονάκις

Revision as of 14:55, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

Adv. of μείζων, A multiplied by a larger number, opp. ἐλαττονάκις, Nicom.Ar.2.17, cf. Iamb.in Nic.p.95 P.

German (Pape)

[Seite 115] mehrmals, Ggstz ἐλαττονάκις, Iambl.

Greek (Liddell-Scott)

μειζονάκις: ἐπίρρ. τοῦ μείζων, ἐν μείζονι μέτρῳ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐλαττονάκις, Νικομ. Ἀριθμ. σ. 131.

Greek Monolingual

μειζονάκις (Α)
επίρρ. σε μεγαλύτερο βαθμό, περισσότερες φορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεῖζον + επιρρμ. κατάλ. -άκις (πρβλ. πολλ-άκις)].