μεγιστεύω

Revision as of 14:56, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A to be or become very great, ἡ πόλις -εύσει App.Syr. 58.

German (Pape)

[Seite 110] der Größte sein oder werden, App. Syr. 58.

Greek (Liddell-Scott)

μεγιστεύω: εἶμαι ἢ γίνομαι λίαν μέγας, Ἀππ. Συρ. 58· πρβλ. ἀριστεύω.

Greek Monolingual

μεγιστεύω (Α) μέγιστος
είμαι ή γίνομαι μέγιστος.