μελλέφηβος

Revision as of 15:01, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A near puberty, Censorin.Nat.14.8, Hsch. s.v. μελλίρην, Eust.763.21.

German (Pape)

[Seite 125] ὁ, der im Begriff ist, ein ἔφηβος zu werden, nach Eust. 1768, 56 von einem fünfzehnjährigen Knaben.

Greek (Liddell-Scott)

μελλέφηβος: -ον, ὁ μέλλων εἰσελθεῖν εἰς τοὺς ἐφήβους, Censorin. de Die Natali 5, Εὐστ. 1768. 56.

Greek Monolingual

μελλέφηβος, -ον (Α)
αυτός που πρόκειται να εισέλθει στους εφήβους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + ἔφηβος.