τό, A = μέσαβον, Poll.1.148, cf. 142.
μεσάτιον: τό, = μέσαβον, Πολυδ. Α΄, 148, πρβλ. 142. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μεσάτιον· μέσον. καὶ μέρος τοῦ ἅρματος.»
μεσάτιον, τὸ (Α)το μέσαβον.