μικρόσαρκος

Revision as of 15:25, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A with little flesh, Xenocr. ap. Orib.2.58.81.

German (Pape)

[Seite 185] mit wenigem Fleische, Xenocr.

Greek (Liddell-Scott)

μῑκρόσαρκος: -ον, μὲ ὀλίγην σάρκα, Ξενοκρ. Ἐνύδρ. 48.

Greek Monolingual

μικρόσαρκος, -ον (Α)
αυτός που έχει λίγο κρέας, λίγη σάρκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + -σαρκος (< σαρξ, σαρκός), πρβλ. λιπό-σαρκος].