μολιβοσφιγγής

Revision as of 15:35, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ές, A fastened or bound with lead, Opp.C.1.155.

German (Pape)

[Seite 199] ές, mit Blei geschnürt, befestigt, Opp. Cyn. 1, 155.

Greek (Liddell-Scott)

μολῐβοσφιγγής: -ές, διὰ μολύβδου ἐσφιγμένος ἢ δεδεμένος, Ὀππ. Κ. 1. 155.

Greek Monolingual

μολιβοσφιυγής, -ές (Α)
σφιγμένος ή συνδεδεμένος με μόλυβδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόλιβος + -σφιγγής (< σφίγγω)].