μολιβοσφιγγής
English (LSJ)
ές, A fastened or bound with lead, Opp.C.1.155.
German (Pape)
[Seite 199] ές, mit Blei geschnürt, befestigt, Opp. Cyn. 1, 155.
Greek (Liddell-Scott)
μολῐβοσφιγγής: -ές, διὰ μολύβδου ἐσφιγμένος ἢ δεδεμένος, Ὀππ. Κ. 1. 155.
Greek Monolingual
μολιβοσφιυγής, -ές (Α)
σφιγμένος ή συνδεδεμένος με μόλυβδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόλιβος + -σφιγγής (< σφίγγω)].