μολυβδοφανής

Revision as of 15:35, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ές, A lead-coloured, χρῶμα Alex.Mynd. ap. Ath.9.391b.

German (Pape)

[Seite 200] ές, wie Blei erscheinend, aussehend, χρῶμα, Ath. IX, 391 b.

Greek (Liddell-Scott)

μολυβδοφᾰνής: -ές, ὁ ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ μολύβδου, Ἀλέξ. Μύνδ. παρ’ Ἀθην. 391Β.

Greek Monolingual

μολυβδοφανής, -ές (Α)
αυτός που έχει όψη μολύβδου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + -φανής (< θ. φαν-, πρβλ. -φάν-ην, αόρ. β' του φαίνομαι), πρβλ. ιππο-φανής, χαλκο-φανής].