νευροειδής

Revision as of 16:05, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ές, A like sinews: τὸ ν., = λειμώνιον, Dsc.4.16, Plin.HN 20.72.

Greek (Liddell-Scott)

νευροειδής: -ές, ὅμοιος νεύρῳ· τὸ νευροειδές, = λειμώνιον, Διοσκ. 4. 16, Πλίν. 20. 28.

Greek Monolingual

-ές (Α νευροειδής, -ές)
αυτός που έχει μορφή νεύρου, που μοιάζει με νεύρο
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τo νευροειδές
το φυτό λειμώνιο.