νωθρεύω

Revision as of 16:11, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A to be sluggish or torpid, Poll.1.159, Aq.Jd.19.8 :—also in Med., of persons, Hyp.Lyc.Fr.5 ; νενωθρευμένοι Hp.Coac.600 ; of tumours, νενωθρευμένα accompanied by torpor, ib.60. 2 to be poorly, indisposed, PGiss.17.6 (ii A. D.) :—Med., PSI6.717.5 (ii A. D.).

Greek Monolingual

νωθρεύω (Α) νωθρός
1. (ενεργ. και μέσ.) α) είμαι οκνηρόςδειλός
β) είμαι αδιάθετος
2. μέσ. νωθρεύομαι
(για οίδημα) υποχωρώ δύσκολα, θεραπεύομαι αργά.