οἰάκωσις

Revision as of 16:30, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

[ᾱ], εως, ἡ, A guiding, Aq.Jb.37.12.

Greek (Liddell-Scott)

οἰάκωσις: ἡ, = οἰάκισμα, Ἀκύλ. ἐν Ἰώβ ΛΖ΄, 12.

Greek Monolingual

οἰάκωσις, ἡ (Α)
η μετακίνηση του πηδαλίου του σκάφους με τον χειρισμό του οίακα, οιάκιση, οιάκισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἴαξ, -ακος «πηδάλιο» + κατάλ. -ωσις (πρβλ. ρυτίδ-ωσις)].