παιδοβρώς

Revision as of 18:52, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ῶτος, ὁ, ἡ, A eating children, Κρόνος Eust.86.13.

German (Pape)

[Seite 441] ῶτος, Kinder verzehrend, Eust. 86, 13, von Kronos.

Greek (Liddell-Scott)

παιδοβρώς: ῶτος, ὁ, ἡ, ὁ καταβροχθίζων παῖδας, Κρόνος Εὐστ. 86. 13.

Greek Monolingual

παιδοβρώς, -ῶτος, ό ἡ (Μ)
(για τον Κρόνο) αυτός που καταβροχθίζει παιδιά («τὸν παιδοβρῶτα πατέρα Κρόνον», Ευστάθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + -βρώς (< βιβρώσκω «τρώω»), πρβλ. ανδρο-βρώς].