παραινετικός
English (LSJ)
ή, όν, A hortatory, π. καὶ ὑποθετικὸς τόπος Aristo Stoic.1.80. Adv. -κῶς S.E.M.1.271, Rev. Ét.Gr.28.56 (Egypt).
German (Pape)
[Seite 479] ή, όν, zum Zureden, Ermuntern, Lehren gehörig, Sext. Emp. adv. Math. 7, 12, öfter, u. a. Sp., auch im adv.
Greek (Liddell-Scott)
παραινετικός: -ή, -όν, συμβουλευτικός, π. καὶ ὑποθετικὸς λόγος Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 12. Ἐπίρρ. -κῶς, ὁ αὐτ. 274 25.
Greek Monolingual
-ή, -ό / παραινετικός, -ή, -όν, ΝΜΑ παραινέτης
1. αυτός που εμπεριέχει παραίνεση, συμβουλή, συμβουλευτικός
2. αυτός που εμπεριέχει προτροπή, ενθάρρυνση, παρακινητικός, προτρεπτικός.
επίρρ...
παραινετικώς και -ά / παραινετικῶς, ΝΑ
με παραινετικό τρόπο, συμβουλευτικά.
Russian (Dvoretsky)
παραινετικός: убеждающий, действующий путем убеждения (λόγος Sext.).