πατερία

Revision as of 19:35, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ἡ, A office of πατὴρ πόλεως, Cod.Just. 10.56(55).1.

Greek Monolingual

ἡ, Μ
το αξίωμα ή η υπηρεσία του πατρός πόλεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αιτ. πατέρα του πατήρ + κατάλ. -ία].