πηγάνινος

Revision as of 20:20, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

η, ον, A of rue, ἔλαιον Id.11.489.

German (Pape)

[Seite 608] aus Raute, von der Raute gemacht, sp. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

πηγάνινος: [ᾰ], -η, -ον, ὁ ἐκ πηγάνου, πηγάνινον ἔλαιον Γαλην. τ. 13, σ. 40, Ἀλέξ. Τραλλ. 1, σ. 22, 98, κτλ.

Greek Monolingual

-ίνη, -ον, Α
παρασκευασμένος από πήγανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πήγανον «είδος φυτού» + κατάλ. -ινος (πρβλ. μάλλ-ινος)].