πισσώδης

Revision as of 20:25, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

Att. πιττ-, εως, A like pitch, χρῶμα Arist.HA587a32 ; thick as pitch, Thphr.HP3.1.6 ; ὑγρότης ib.1.12.2 : Sup., ib.9.2.2.

German (Pape)

[Seite 619] ες, pechartig, voll Pech; Arist. H. A. 9, 10; Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

πισσώδης: -ες, Ἀττικ. πιττ-, ες, (εἶδος) ὅμοιος πίσσῃ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 10, 5˙ ΙΙ. ὁ παρέχων πίσσαν, πεύκη Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 12, 2, κτλ.

Greek Monolingual

-ες, ΝΑ, και αττ. τ. πιττώδης, -ῶδες, Α πίσσα
1. ο όμοιος με πίσσαχρῶμα δὲ τούτου αἱματῶδες καὶ σφόδρα μέλαν καὶ πιττῶδες», Αριστοτ.)
2. αυτός που είναι γεμάτος πίσσα
3. αυτός που είναι πυκνός, παχύρρευστος σαν την πίσσα.

Russian (Dvoretsky)

πισσώδης: атт. πιττώδης 2 похожий на смолу, смолистый Arst.