εως, ἡ, A sailing, Hsch.s.v. νεῦσις, Sch.Theoc.13.51.
πλεῦσις: -εως, ἡ, «πλεύσιμον», τὸ πλέειν, Ἡσύχ. ἐν λέξ. νεῦσις.
ή, ΜΑβλ. πλεύση.