προσάλληλος

Revision as of 21:50, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A one with or against another, X.Eq.4.3, Ach.Tat. 2.38. 2 congenial, π. καρπὸς πόπῳ prob. in Thphr.HP2.2.8. 3 mutual, Phld.D.3.14; correlative, Syrian. in Metaph.34.23.

German (Pape)

[Seite 748] gegen einander, Theophr., zw.

Greek (Liddell-Scott)

προσάλληλος: -ον, ὁ εἷς ἐναντίον τοῦ ἄλλου, Ἀχιλλ. Τάτ. 2. 38.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. ο ένας μαζί με τον άλλο ή ο ένας εναντίον του άλλου
2. αρμόδιος ή πρόσφοροςπροσάλληλος καρπὸς τόπῳ», Θεόφρ.)
3. αμοιβαίος
4. σχετικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -άλληλος (< ἀλλήλων), πρβλ. κατ-άλληλος, παρ-άλληλος].