A v. προσώπιον.
-άδος, ἡ, Ατο ποώδες φυτό άρκειον, αλλ. προσώπιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσωπον + κατάλ. -ιάς (πρβλ πλευρ-ιάς), λόγω του άνθους του φυτού που μοιάζει με πρόσωπο].