προχάζω

Revision as of 22:25, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A advance, Hsch., Phot. 2 = ἀναποδίζω, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

προχάζω: προχωρῶ, «προχάζοις· προβαίνοις. ἀναποδίζοις» καὶ «πρόχασον· πρόελθε» Ἡσύχ.· «προχάζοις: προβαίνοις» Φώτ.

Greek Monolingual

Α
1. (κατά τον Φώτ.) «προχάζοις
προβαίνοις»
2. (κατά τον Ησύχ.) «προχάζοις
ἀναποδίζοις».
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + χάζομαι «υποχωρώ, αποσύρομαι». Το ρ. απαντά σπανίως στην ενεργ. φωνή κυρίως σε συνθ. ρ. (πρβλ. ανα-χάζω)].