πρόσκολλος

Revision as of 22:52, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

Dor. ποτίκ-, ον, A glued or sticking to, Pi.Fr.241; πρόσκολλος τῷ βατανίῳ Zos.Alch.p.222 B.

German (Pape)

[Seite 770] dor. ποτίκολλος, = προσκολλητός, Pind. frg. 280, ποτίκολλον ἅτε ξύλον ξύλῳ.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσκολλος: Δωρικ. ποτίκ-, ον, = προσκολλητός, Πινδ. Ἀποσπ. 280.

Greek Monolingual

-ον, Α
προσκολλητός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -κολλος (< κόλλα), πρβλ. παρά-κολλος].

Russian (Dvoretsky)

πρόσκολλος: дор. ποτίκολλος 2 приклеенный (ἅτε ξύλον πὰρ ξύλῳ Pind.).