σαρκήρης

Revision as of 09:00, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ες, A of, consisting of flesh, στάχυς Trag.Adesp. 263.

Greek (Liddell-Scott)

σαρκήρης: -ες, ὁ σαρκώδης, ἐκ σαρκὸς συνιστάμενος, στάχυς παρ’ Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ῆρες, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που αποτελείται από σάρκες, σαρκώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + -ήρης (Ι)].