ῆρος, ὁ, A v. σωτήρ.
σαωτήρ: -ῆρος, ὁ, ποιητ. ἀντὶ τοῦ σωτήρ, Σιμωνίδ. 128.
-ῆρος, ὁ, Α(ποιητ. τ.) βλ. σωτήρας.