σκορπίον

Revision as of 09:20, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

τό,= τράγος (the plant), Dsc.4.51. 2 = σίκυς ἄγριος, Ps.-Dsc.4.150. 3 = heliotropium (i.e. σκορπιοκτόνον), Gloss.

Greek Monolingual

τὸ, Α σκορπίος
1. το αγκαθωτό φυτό τράγος
2. το γνωστό με τη λόγια ονομασία φυτό σίκυς ο άγριος
3. το φυτό ηλιοτρόπιο.