τό, Dim. of στέαρ, Alex.84. II = ζύμη (cf. Aët.8.51), Paul.Aeg.3.28.8.
[Seite 931] τό, dim. von στέαρ; Alexis bei Ath. VII, 326 e; Paul. Aeg.
στεάτιον: [ᾱ], τό, ὑποκορ. τοῦ στέαρ, ὃ ἴδε ἐν τέλ. ΙΙ. = ζύμη, Παῦλ. Αἰγ. 3. 28.
τὸ, Α στέαρ -ατος]1. μικρό κομμάτι στέατος2. ζυμάρι.