συγκτίστης

Revision as of 10:00, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ου, ὁ, A jointfounder or colonizer, Hdt.5.46 (pl.).

German (Pape)

[Seite 970] ὁ, Miterbauer, Mitgründer, bes. einer Pflanzstadt, Her. 5, 46; Poll.

Greek (Liddell-Scott)

συγκτίστης: -ου, ὁ, ὁ ἀπὸ κοινοῦ κτίζων ἢ θεμελιώνων ἀποικίαν ἢ πόλιν, Ἡρόδ. 5. 46.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui s’associe à un autre pour fonder une colonie.
Étymologie: συγκτίζω.

Greek Monolingual

ὁ, Α συγκτίζω
αυτός που κτίζει ή ιδρύει πόλη ή αποικία από κοινού με άλλον.

Russian (Dvoretsky)

συγκτίστης: ου ὁ участник колонизации, колонист Her.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγκτίστης -ου, ὁ [συγκτίζω] mede-stichter (van een kolonie).

Middle Liddell

συγκτίστης, ου, ὁ, [from συγκτίζω
a joint-founder or coloniser, Hdt.