συσκεπτέον

Revision as of 11:10, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A one must consider, μετά τινος Pl.Sph.218b.

Greek (Liddell-Scott)

συσκεπτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ συσκοπέω, δεῖ συσκοπεῖν, κοινῇ μετ’ ἐμοῦ σοι συσκεπτέον Πλάτ. Σοφ. 218Β.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συσκεπτέον [σύν, σκέπτομαι] adj. verb. n. van συσκέπτομαι er moet gezamenlijk beschouwd worden. Plat. Sph. 218b.