φανδόν

Revision as of 13:55, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

Adv. A openly, Hdn.Gr.1.509.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. απροκάλυπτα, φανερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. έχει σχηματιστεί κατ' απόσπαση από τα ἀνα-φανδόν, ἐξανα-φανδόν (< θ. φαν- του φαίνω + επιρρμ. κατάλ. -δόν), πρβλ. σχε-δόν].