χερνίπτομαι

Revision as of 15:28, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

fut. A -ψομαι E.IT622: Med.: (χείρ, νίζω):—wash one's hands with holy water, esp. before sacrifice, χερνίψαντο δ' ἔπειτα Il.1.449; αὐτός γε χερνίπτου Ar.Pax961; ἐχερνίψατο ἐκ τῆς ἱερᾶς χέρνιβος Lys.6.52. 2 sprinkle with holy water, purify or dedicate thereby, χαίτην E.l.c. II Act. χερνίπτω, sacrifice, only Lyc.184:—aor. Pass. χερνιφθείς dedicated, AP6.156 (Theodorid.).

German (Pape)

[Seite 1350] med., sich die Hände mit Weihwasser waschen, was bes. vor dem Opfern geschah; χερνίψαντο Il. 1, 449; mit Weihwasser besprengen, dadurch reinigen u. weihen, χαίτην ἀμφὶ σὴν χερνίψομαι Eur. I. T. 607, wie Ar. Pax 926 beim Opfer; ἐχερνίψατο ἐκ τῆς ἱερᾶς χέρνιβος Lys. 6, 52; bei Theodor. 6 (VI, 156) ist χερνιφθέντα nicht recht klar, ob es pass. od. akt. zu nehmen, es scheint aber »geweiht« zu bedeuten, wie Lycophr. 184 das act. für »opfern« braucht.

Greek (Liddell-Scott)

χερνίπτομαι: μέλλ. -ψομαι, Εὐρ. Ι. Τ. 622. - Μέσ.· (χείρ, νίζω). Νίπτω τὰ χεῖράς μου δι’ ἡγιασμένου ὕδατος, μάλιστα πρὸ τῆς θυσίας, χερνίψαντο δ’ ἔπειτα Ἰλ. Α. 449· αὐτός τε χερνίπτου Ἀριστοφ. Εἰρ. 961· ἐχερνίψατο ἐκ τῆς ἱερᾶς χέρνιβος Λυσί. 108. 1, πρβλ. Δημ. 505. 14. 2) ῥαντίζω δι’ ἡγιασμένου ὕδατος, καθαρίζω, ἐξαγνίζω ἢ καθιερῶ δι’ αὐτοῦ, χαίτην Εὐρ. Ι. Τ. 607. ΙΙ. τὸ ἐνεργ. χερνίπτω, θυσιάζω, μόνον ἐν Λυκόφρ. 184. - Παθητ. χερνιφθείς, καθιερωθείς, ἀφιερωθείς, Ἀνθ. Π. 6. 156.

French (Bailly abrégé)

f. χερνίψομαι, ao. ἐχερνιψάμην, pf. inus.
1 se laver les mains avec l’eau lustrale avant le sacrifice;
2 laver ou purifier avec l’eau lustrale, acc..
Étymologie: χέρνιψ.

English (Autenrieth)

only aor., χερνίψαντο, washed their hands, Il. 1.449†.

Greek Monolingual

και ενεργ. τ. χερνίπτω Α
1. νίπτω, πλένω τα χέρια μου με ιερό νερό πριν από θυσία («εἰσῆλθεν εἰς τὸ Ἐλευσίνιον, ἐχερνίψατο ἐκ τῆς ἱερᾱς χέρνιβος», Λυσ.)
2. ραντίζω με ιερό νερό, εξαγνίζω
3. (το ενεργ.) θυσιάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνιος τ. ο οποίος έχει σχηματιστεί πιθ. από τη λ. χέρνιψ, -ιβος κατ' επίδραση του ρ. νίπτω.

Greek Monotonic

χερνίπτομαι: μέλ. -ψομαι (χείρ, νίζω
1. Μέσ., πλένω τα χέρια μου, ιδίως, πριν από θυσία, σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ. κ.λπ.
2. ραντίζω με αγιασμένο νερό, εξαγνίζω ή καθαρίζω με αυτό, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

χερνίπτομαι: культ.
1) умывать руки освященной водой (преимущ. перед жертвоприношением) Hom., Arph., Lys., Dem.;
2) окроплять освященной водой (χαίτην Eur.; βοῦς χερνιφθείς Anth.).

Middle Liddell

χερνίπτομαι, χείρ, νίζω
Mid.
1. to wash one's hands, esp. before sacrifice, Il., Ar., etc.
2. to sprinkle with holy water, purify or dedicate thereby, Eur.