ἡ, A = ἀγκάλη, Hsch.; metapl. dat. pl. ἀγκάσιν Opp.H.2.315.
ἀγκή: ἡ, ἀγκάλη (πρβλ. κόγχη = κογχύλη), Κοραῆς Ἡλ. 2. 113, 372: ― δοτ. πληθ. κατὰ μεταπλασμ., ἀγκάσιν ἀπαντᾷ ἐν Ὀππ. Ἁλ. 2. 315.
ἀγκή: ἡ только в форме ἐν ἀγκάσιν в объятиях Anth.