ἀκρόμαλλος
English (LSJ)
ον, A very wooly, Str.4.4.3.
German (Pape)
[Seite 84] ἐρέα, bei Strab., wahrscheinlich μακρόμαλλος zu lesen, IV, 4 p. 196.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρόμαλλος: -ον, ἔχων βραχὺ μαλλίον, ἀμφίβ. παρὰ Στράβ. 196, ἔνθα ὁ Κοραῆς προτείνει μακρόμαλλος.
Spanish (DGE)
-ον muy lanoso ἐρέα Str.4.4.3.
Greek Monolingual
ἀκρόμαλλος, -ον (Α)
αυτός που έχει πολύ μαλλί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (ΙΙΙ) + -μαλλος < μαλλός «τρίχωμα, μαλλί»].