ἀμμοχωσία

Revision as of 17:25, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ἡ, A sand-bath, Herod.Med. ap. Orib.10.8 tit., Antyll. ap. Aët.3.9.

German (Pape)

[Seite 126] ἡ, das Vergraben im Sande, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμμοχωσία: ἡ, ἐπίχωσις δι’ ἄμμου, Παῦλ. Αἰγ. 3. 48.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
baño de arena tít. en Herod.Med. en Orib.10.8, tít. en Antyll. en Aët.3.9.

Greek Monolingual

η (Α ἀμμοχωσία)
κοίλωμα γης γεμάτο άμμο που προέρχεται από χείμαρρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμμος + χῶσις < χώννυμι.