ἀνίατρος

Revision as of 17:55, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

Ion. ἀν-ίητρος, ὁ, A no-physician, Hp.Praec.7, Arist.Ph. 191b6, Plot.6.7.37, Alex.Aphr.in Top.33.2: Adj., unworthy of a physician, ἀ. τι ἔχειν Antyll. ap. Orib.10.23.24.

German (Pape)

[Seite 236] ὁ, der Nichtarzt, der den Namen eines Arztes nicht verdient, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνίατρος: ὁ μὴ ἰατρός, «ἄνγιατρος», «κομπογιαννίτης», Ἀριστ. Φυσ. 1. 8, 3.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): jón. ἀνίητρος Hp.Praec.7
1 de pers. lego, indocto en medicina Hp.l.c., ἰατρεύει δὲ καὶ ἀνίατρος γίγνεται ᾗ ἰατρός Arist.Ph.191b6, cf. Plot.6.7.37, Alex.Aphr.in Top.33.2.
2 impropio de un médico ἀ. τι ἔχουσιν Antyll. en Orib.10.23.24.

Greek Monolingual

ἀνίατρος, ο (Α)
αυτός που δεν είναι πράγματι γιατρός, ο κομπογιανίτης (Αριστοτέλης).

Russian (Dvoretsky)

ἀνίατρος: ὁ не-врач Arst.