ἀναθεματισμός

Revision as of 18:25, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ὁ, A a cursing, Just.Nov.42.1.1: pl., Cod.Just.1.3.38, Just.Nov.146.1.2.

German (Pape)

[Seite 188] ὁ, die Verfluchung, der Kirchenbann, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναθεμᾰτισμός: ὁ, κατάρα, ἀφορισμὸς ἀπὸ τῆς κοινωνίας, ἀναθεματισμός, Βυζ.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 acción de ligar por juramento ἀνάγκην τινὰ ἑαυτοῖς ... περιέθηκαν διὰ τοῦ ἀναθεματισμοῦ Chrys.M.60.340.
2 declaración de anatema, anatematización Basil.M.32.937B, Cassiod.Hist.M.69.935C, Mar.Merc.Cyr.Apol.ML 48.935B, Iust.Nou.42.1.1, Cod.Iust.1.3.38, Iust.Phil.Qu.et Resp.M.6.1369D.

Greek Monolingual

ο (Α αναθεματισμός) ἀναθεματίζω
κατάρα
(Εκκλ.) αποκήρυξη από την εκκλησιαστική κοινωνία, αφορισμός.