ἀρειότερος

Revision as of 22:55, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

[ᾰ], α, ον, prob. A = ἀρείων, Thgn.548, etc.; cf. Ἄρειος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρειότερος: -α, -ον, μεταγεν. τύπος τοῦ ἀρείων, Θέογν. 548, κτλ.

Spanish (DGE)

-α, -ον
1 preferible τῷ δὲ δικαίῳ τῆς εὐεργεσίης οὐδὲν ἀρειότερον Thgn.548, οἶδας Ἀθήνην ... ἀρειοτέρην Διονύσου Nonn.D.20.215.
2 subst. ὁ ἀ. el mejor τίς σε δίδαξεν ἀρειοτέροισιν ἐρίζειν; Nonn.D.19.316, εἶξον ἀρειοτέροισι AP 9.656.11.

Greek Monolingual

ἀρειότερος, -α, -ον (Α)
αρείων.

Greek Monotonic

ἀρειότερος: -α, -ον, = ἀρείων, σε Θέογν.

Russian (Dvoretsky)

ἀρειότερος: Anth. compar. к ἀρείων.