ἐπιδικασία
English (LSJ)
ἡ, A process at law to obtain an inheritance, Is.3.41, 61 (pl.), Lexap.D.43.16, Ph.2.443; τῆς θυγατρός for her hand as heiress, Is.3.72.
German (Pape)
[Seite 938] ἠ, der Rechtshandel um eine Erbschaft, die man in Anspruch nimmt, κλήρου Is. 3, 14. 11, 15; Dem. or. 43, öfter, u. A.
Greek Monolingual
ἐπιδικασία, ἡ (Α) επιδικάζω
1. διαδικασία για απόκτηση κληρονομιάς
2. απαίτηση του πλησιέστερου συγγενή να παντρευτεί επίκληρον.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιδῐκᾰσία: ἡ юр. иск о наследстве Dem., Arst.: ἐ. τῆς θυγατρός Isae. иск о присуждении руки дочери-наследницы.