ἑξάπεδος

Revision as of 11:01, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

[ᾰ], ον, A six feet long, Hdt.2.149, IG14.352.1.62 (Halaesa).

German (Pape)

[Seite 870] sechsfüßig, Her. 2, 149.

Greek (Liddell-Scott)

ἑξάπεδος: -ον, ἔχων μῆκος ἓξ ποδῶν, Ἡρόδ. 2. 149, Συλλ. Ἐπιγρ. 5594. 1. 62, πρβλ. ἑξάπους ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
long de six pieds.
Étymologie: ἕξ, πούς.

Spanish (DGE)

-ον
de seis pies de largo ἡ ὀργυίη Hdt.2.149, πόθοδος ἑ. ποτὶ τὸ Ἀδρανιεῖον IGDS 196.1.62 (Halesa II a.C.), ἑ. πλευρά Theol.Ar.35.

Greek Monolingual

ἑξάπεδος, -ον και ἑξάπεζος, -ον (Α)
αυτός που ἔχει μήκος έξι ποδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἕξ + πέζα (δωρικός τ.) «πόδι, πους»].

Greek Monotonic

ἑξάπεδος: -ον (πούς), αυτός που έχει μήκος έξι πόδες, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἑξάπεδος: размером в шесть подов (греч. футов) (ок. 1.85 м) Her.

Middle Liddell

ἑξά-πεδος, ον adj πούς
six feet long, Hdt.