ἔνθρυσκον

Revision as of 11:20, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

τό, A = ἄνθρυσκον (q.v.).

German (Pape)

[Seite 843] τό, od. ἄνθρυσκον, ein wildwachsendes Doldengewächs, Pherecrat. Ath. VII, 316 e.

Greek (Liddell-Scott)

ἔνθρυσκον: τό, ἴδε ἐν λ. ἄνθρυσκον.

Spanish (DGE)

v. ἄνθρυσκον.

Greek Monolingual

ἔνθρυσκον και ἄνθρυσκον, το (Α)
άγριο φυτό με σκιαδωτό άνθος, κατά το λεξικό Σούδα παρόμοιο με τον άνηθο και τον μάραθο.